- ποδήλατος
- -η, -οκαθετί που κινείται με τη μυϊκή δύναμη των ποδιών: Ποδήλατη μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδήλατος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek
ποδολάτι — το, και ποδόλατος, ο, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατος (< πους + ελαύνω)] … Dictionary of Greek